Open menu

2007, Έτος ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΛΛΑΣ

Σβόλη Σταυρούλα – Δόσιου Καλομοίρα, μαθήτριες της Β΄ Λυκείου

Η Καικιλία-Σοφία-Αννα-Μαρία Καλογεροπούλου (Μαρία Κάλλας) ήταν το τρίτο παιδί του φαρμακοποιού από τον Μελιγαλά, Γιώργου Καλογερόπουλου, γόνου αγροτικής οικογένειας και της Ευαγγελίας Δημητριάδη από την Στυλίδα, θυγατέρας οικογένειας στρατιωτικών. Τα άλλα της αδέλφια ήταν η μεγάλη της αδελφή Υακίνθη-Τζάκυ που γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1917 και ο Βασίλης ο οποίος γεννήθηκε πιθανόν στις αρχές του 1920 πέθανε σε ηλικία 2 ετών από μηνιγγίτιδα. Όλα αυτά συνέβησαν στον Μελιγαλά όπου ο πατέρας της είχε φαρμακείο. Ο θάνατος του μικρού αγοριού αλλά και οι καυγάδες με την μητέρα της Μαρίας συνέτειναν στο να πάρει την απόφαση ο Γιώργος Καλογερόπουλος να φύγει για την Αμερική. Το πλοίο «έδεσε» στο λιμάνι της Νέας Υόρκης στις 2 Αυγούστου 1923 και το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν ήταν μεσίστιες σημαίες ενώ το πρώτο που άκουσαν ήταν πένθιμες σειρήνες. Εκείνη την μέρα, εντελώς απρόοπτα, είχε πεθάνει ο πενηντατετράχρονος ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Γουώρεν Χάρτινγκ.

Στις 2 Δεκεμβρίου 1923 στο Flower Hospital στην διασταύρωση της 5ης Λεωφόρου με τον 105ο δρόμο στο Μανχάταν γεννήθηκε ένα κοριτσάκι μαυρομάλλικο και ασυνήθιστα εύσωμο. Ο Γιώργος και η Ευαγγελία οι οποίοι δεν είχαν ξεπεράσει τον θάνατο του Βασίλη, περίμεναν αγόρι. Η πρώτη αντίδραση της Ευαγγελίας ήταν μια αποστροφή. «Τέσσερις μέρες αργότερα κοίταξα την κόρη μου για πρώτη φορά. Γιατί δεν μ’ αγαπάς μητέρα έμοιαζαν να μου λένε τα μάτια της. Την σφιχταγκάλιασα και την φίλησα και μετά από αυτό την αγάπησα», θα πει αργότερα η μητέρα της. Ήταν άραγε τα πρώτα σημάδια μιας φοβερής κόντρας που θα κρατούσε για όλη τους την ζωή;

Στις 26 Φεβρουαρίου 1926 στην ορθόδοξη ελληνική Μητρόπολη της Αγίας Τριάδας στον αριθμό 319 του 74ου Ανατολικού Δρόμου στο Μανχάτταν οι δύο ανάδοχοι – Λατζούνης και Καρούζος – έδωσαν τέσσερα ονόματα στην μικρή: Σοφία – Καικιλία – Άννα-Μαρία.

Ο Γιώργος Καλογερόπουλος και η Ευαγγελία δεν ταίριαξαν ποτέ. Εκείνος ήταν μάλλον άβουλος και απαθής σαν άνθρωπος σε αντίθεση με την εκρηκτική σύζυγό του. Η Ευαγγελία έστρεψε όλη της την ενεργητικότητα στην ανατροφή των παιδιών της, μια ανατροφή αυστηρότατη, ενώ ο Γιώργος ήταν απόμακρος. Τα δύο κορίτσια της οικογένειας δεν πέρασαν ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Η Ευαγγελία επιτίθετο στον Γιώργο συνεχώς και για τα πάντα. Από την μεριά του ο Γιώργος Καλογερόπουλος προτιμούσε τη φυγή και τη συναναστροφή με άλλες γυναίκες – όπως έκανε και στον Μελιγαλά - για να αποφεύγει την αφόρητη Ευαγγελία, η οποία μόλις το ανακάλυπτε γινόταν ακόμα πιο επιθετική. Η Ευαγγελία «υπενθύμιζε» στους καυγάδες αυτούς, τις «ταξικές» τους διαφορές, αποκαλώντας τον Γιώργο «βλάχο», ενώ επιπλέον «φρικιούσε», όταν εκείνος «τολμούσε» να ακούσει ένα δίσκο με δημοτικά ή «μπουζούκια». Για την «αστή» Ευαγγελία, μουσική ήταν μόνο η όπερα. Όλα αυτά έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην διαμόρφωση του χαρακτήρα της Μαρίας, γιατί σύντομα ένιωσε πως ήταν μόνη, ουσιαστικά, στην ζωή και συνειδητοποίησε την ανάγκη να στηρίζεται περισσότερο στον εαυτό της παρά στους άλλους.

Ο Γιώργος Καλογερόπουλος αρχικά δούλευε ως υπάλληλος προσπαθώντας όχι και τόσο επίμονα να μάθει αγγλικά ώστε να ανοίξει ξανά φαρμακείο. Τα κατάφερε και όλα πήγαιναν καλά ως την «Μαύρη Πέμπτη» της 24ης Οκτωβρίου 1929 που το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατέρρευσε. Στο φαρμακείο του ο Γιώργος Καλογερόπουλος εκτός από τα φάρμακα πουλούσε και σάντουιτς, παγωτά, ποτά, αρώματα ακόμα και βιβλία τσέπης. Με την οικονομική κρίση ναι μεν ο κόσμος δεν σταμάτησε να αγοράζει φάρμακα σταμάτησε όμως να αγοράζει από τα άλλα. Έτσι ο Καλογερόπουλος αναγκάστηκε να πουλήσει το φαρμακείο και να βρει δουλειά ως πωλητής καλλυντικών. Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα στον έτσι και αλλιώς κατεστραμμένο γάμο του.

Το 1929 ήταν επίσης η πρώτη χρονιά που η Μαρία γράφτηκε στο σχολείο. Η οικονομική κρίση ανάγκαζε την οικογένειά της να μετακομίζει από σπίτι σε σπίτι με συνέπεια το κορίτσι να μην μπορεί να αποκτήσει σταθερό περιβάλλον και φιλίες. Η συναισθηματική της ανασφάλεια την έστρεψε προς τα μαθήματά της. Ήταν πάρα πολύ καλή μαθήτρια, και ανέπτυξε μια υπερβολική προσήλωση προς το καθήκον. Ζώντας ουσιαστικά με την μητέρα της και την αδελφή της, καθώς ο πατέρας της έλειπε όλο και πιο πολύ από το σπίτι, απολάμβανε τέσσερα πράγματα που η Ευαγγελία προσέφερε στις κόρες της. Επισκέψεις σε δανειστική Δημόσια Βιβλιοθήκη από όπου μπορούσε να δανειστεί κανείς και δίσκους, δύο προς δέκα σέντς κάθε φορά, σινεμά, μουσική στο Σέντραλ Πάρκ, και φαγητό σε κινέζικο. Σε όλη της την ζωή βιβλία δίσκοι, σινεμά και φαγητό θα είναι οι αγαπημένες της απολαύσεις.

Ήταν στα τέλη του 1931 όταν η Ευαγγελία αποφάσισε να ανακαλύψει τις μουσικές ικανότητες των παιδιών της. Παρά την σοβαρή οικονομική κρίση της οικογένειας αγόρασαν ένα πιάνο και προσέλαβαν μια δασκάλα την σινιορίνα Σαντρίνα για να κάνει μαθήματα αρχικά μόνο στην Τζάκυ. Σύντομα άρχισε να κάνει μαθήματα και η Μαρία, η Μαίρη, όπως την φώναζαν στο σπίτι. Η μουσική άρχισε να μπαίνει για τα καλά στην ζωή της. Από τους πρώτους δίσκους που δανειζόταν από την βιβλιοθήκη άρχισε να ακούει τις μεγάλες φωνές να τραγουδούν. Οι μεγάλες φωνές της εποχής ήταν ο Ενρίκο Καρούζο και η Ρόζα Πονσέλε.

Όλα αυτά επηρέασαν βαθύτατα την Μαρία στην αρχή όμως ασυνείδητα, μην ξεχνάμε ότι το ’31 ήταν μόλις 8 ετών. Έγινε ωστόσο φανατική ακροάτρια του ραδιοφώνου. Μια φορά, αφηγήθηκε ο πατέρας της, οικογένεια και μερικοί φίλοι άκουγαν από το ραδιόφωνο να τραγουδάει το γαλλικό αστέρι της Μετροπόλιταν Όπερας ή Λίλυ Πόνς. Αυτό συνέβη το 1934. Η εντεκάχρονη Μαρία είπε ότι η Πόνς τραγουδάει φάλτσα. Κάποιος της αντέτεινε ότι η Πόνς είναι μεγάλο αστέρι και η Μαρία είπε. «Δεν μ’ ενδιαφέρει αν είναι αστέρι, τραγουδάει φάλτσα. Περιμένετε λίγο και θα δείτε, μια μέρα θα γίνω και εγώ αστέρι, μεγαλύτερο από αυτήν».

Η Μαίρη τραγουδούσε στο σχολείο κάθε χρόνο στην τελετή απονομής των διπλωμάτων. Τα χειροκροτήματα που εισέπραττε, όμως, ήταν κερδισμένα με το αίμα της ψυχής της, καθώς η Ευαγγελία πίεζε αφόρητα το παιδί να μελετά, ενώ στεκόταν με τις ώρες στην ουρά για να εξασφαλίσει συμμετοχή της Μαίρης σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Ο Γιώργος Καλογερόπουλος, μια «λεπτομέρεια» πλέον, στην ζωή της Μαρίας δεν το καταλάβαινε και κατηγορούσε την γυναίκα του ότι πίεζε την Μαρία να κάνει κάτι το οποίο στην πραγματικότητα ήθελε να κάνει η ίδια. Έχουν γραφεί πολλά για την πίεση αυτή, μια πίεση που στάθηκε καθοριστική για την ζωή της Κάλλας. Από την μια κατέστρεφε τον ψυχικό της κόσμο, από την άλλη χάρη σε αυτήν την πίεση – πρέπει να το ομολογήσουμε - έγινε ό,τι έγινε.

Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1937, η Ευαγγελία Καλογεροπούλου με την Μαρία εγκατέλειψε την Νέα Υόρκη. Η Τζάκυ είχε φύγει ένα χρόνο νωρίτερα. Στην διάρκεια του ταξιδιού, η Μαρία έπαιζε και τραγουδούσε που και πού – για να περνάει η ώρα - στο πιάνο της τουριστικής θέσης, όπου τυχαία την άκουσε ο καπετάνιος και της πρότεινε να τραγουδήσει στην κυριακάτικη λειτουργία του πλοίου. Το κοινό έμεινε κατάπληκτο από την απαίδευτη – ακόμα –φωνή και ήταν τότε που κέρδισε την πρώτη της ανθοδέσμη για «δημόσια» εμφάνιση, αλλά και την πρώτη της …κούκλα. Ήταν 13 ετών.

Σεπόλια, 1937. Σε αυτή τη συνοικία των Αθηνών θα εγκατασταθεί η Μαρία Κάλλας με την μητέρα της. Βέβαια δεν έμειναν για πολύ εκεί. Εξι συνολικά μετακομίσεις μέχρι την εγκατάσταση στις αρχές του 1940 στην οδό Πατησίων 61. Η Ευαγγελία Δημητριάδη άρχισε γρήγορα να συλλέγει πληροφορίες για τα Ωδεία. Το αρχαιότερο ήταν το Ωδείο Αθηνών και είχε και το μεγαλύτερο κύρος. Διευθυντής ήταν ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης και τραγούδι δίδασκε η Ελβίρα ντε Χιντάλγκο. Το Ωδείο ήταν πολύ αυστηρό και ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο να πληρούν οι μαθητές τα τυπικά προσόντα και να έχουν κάποια θεωρητική βάση. Στο πολύ νεώτερο Εθνικό Ωδείο, διευθυντής ήταν ο Καλομοίρης και ήταν κατά κάποιο τρόπο πιο ελαστικό. Προϋπόθεση βεβαίως για μουσικές σπουδές ήταν η δωρεάν φοίτηση των κοριτσιών με κάποια υποτροφία.

Η πρώτη απόπειρα να γραφτεί η Μαρία Κάλλας στο Ωδείο Αθηνών ήταν αποτυχημένη. Δεν «πέρασε» την οντισιόν, κανείς δεν διέκρινε τίποτα (!) σε αυτή τη φωνή που βεβαίως δεν είχε δουλευτεί ακόμα και μάλιστα σύμφωνα με μαρτυρίες συναντήθηκε με τον Οικονομίδη και του είχε πει ότι θέλει να γραφτεί στο Ωδείο γιατί «είχε φωνή». Εκείνος την ρώτησε αν είχε κάνει θεωρία, σολφέζ, κλπ τα υποχρεωτικά δηλαδή. Η Κάλλας απάντησε αρνητικά και εκείνος της είπε ότι αφού δεν ήξερε μουσική έπρεπε να γραφτεί πρώτα για τα υποχρεωτικά.

Το καλοκαίρι του 1937 η Ευαγγελία Καλογεροπούλου με τις δύο της κόρες, επισκέφθηκε το Εθνικό Ωδείο και την Μαρία Τριβέλλα.

- Ήρθα να σας εμπιστευθώ την κόρη μου Μαριάννα για να μάθει μουσική και μελόδραμα. Για τα δίδακτρα θα σας παρακαλέσω να φανείτε πολύ επιεικής και συγκαταβατική.

- Θα την ακούσω και θα σχηματίσω γνώμη.

«Κτύπησα τα πλήκτρα του πιάνου σε γνωστή μελωδία και η Μαίρη Καλογεροπούλου άρχισε να τραγουδά», θυμάται η Μαρία Τριβέλλα. «Αυτό που υποπτευόμουν μόλις είδα το κορίτσι με τα κοντά καλτσάκια και το παγερό βλέμμα πίσω από τα ματογυάλια βγήκε σωστό. Η ζεστή παλλόμενη φωνή της παρόλο ότι ήταν κάπως πρωτόγονη και τελείως αφορμάριστη, πιστοποιούσε το μεγάλο πάθος που κατέκλυζε την καρδιά της. Όταν τελείωσε, γύρισα και είπα πολύ συγκινημένη στη μητέρα της. Θα διδάξω την κόρη σας μουσική και μελοδραματική εντελώς δωρεάν, γιατί είναι μεγάλο ταλέντο.»

Η Μαρία Καλογεροπούλου ρίχτηκε με πάθος στην μελέτη, μέρα και νύχτα και πολλές φορές ξεχνούσε να φάει. Από την άλλη η Μαρία ήταν μια προσωπικότητα που δύσκολα επικοινωνούσε με τους άλλους και αυτό σε συνδυασμό με τον ζήλο της δεν την έκανε ιδιαίτερα αγαπητή στους συμμαθητές της.

Σε ό,τι αφορά τα μαθήματα, η Κάλλας ήταν γεννημένη με μια σπάνια «μουσικότητα», γεννημένη δηλαδή με ενστικτώδη μουσική αίσθηση και έκφραση και δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τα θεωρητικά μαθήματα. Σίγουρα παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στην τάξη της Μελοδραματικής του Καρακαντά, ο οποίος υποστήριζε ότι η πρώτη ευφυΐα στο μελόδραμα είναι ο συγγραφέας και μετά ο συνθέτης που στολίζει με την μουσική το κείμενο. Η Κάλλας αντιδρούσε σε αυτό, ενστικτωδώς αρχικά και αργότερα το 1968 θα πει: «Το πρώτιστο καθήκον ενός τραγουδιστή, ενός μουσικού είναι να προσπαθεί να αισθάνεται εκείνο που επιθυμούσε ο συνθέτης. Τα λογοτεχνικά έργα είναι οι βατήρες εκκινήσεως, αλλά εκείνο που προέχει είναι το τι κάνει μ’ αυτά ο συνθέτης».

Στις 11 Απριλίου 1938 στην επίδειξη των τάξεων τραγουδιού της Μαρίας Τριβέλλα στην αίθουσα «Παρνασσός» η Μαρία Καλογεροπούλου έκλεισε το πρόγραμμα, ερμηνεύοντας ένα ντουέτο από την Τόσκα μαζί με τον Ζαννή Καμπάνη. Ήταν 14 ετών. Η πρόοδος της Κάλλας ήταν εντυπωσιακή μέσα σε ένα εξάμηνο. Η «δαιμόνια» Ευαγγελία κατάφερε να κλείσει μια ακρόαση της Μαρίας από την Ελβίρα ντε Χιντάλγκο του Ωδείου Αθηνών. Η Ισπανίδα διέκρινε αμέσως το σπάνιο ταλέντο και ήθελε να την πάρει κοντά της. Εδώ η Ευαγγελία είχε τις ενστάσεις της. Από την στιγμή που η Μαρία είχε μπει στις τάξεις ταλέντων της Τριβέλλα θα μπορούσε σε ένα χρόνο να πάρει δίπλωμα και να αρχίσει να εργάζεται. Πηγαίνοντας στο Ωδείο ουσιαστικά ξεκινούσε από την αρχή. Έπεισε λοιπόν την ντε Χιντάλγκο να παρακολουθεί την Μαρία που όμως θα συνέχιζε για ένα ακόμα χρόνο με την Τριβέλλα. Η Ισπανίδα αποφάσισε ότι αξίζει τον κόπο να περιμένει.

Στις 2 Απριλίου 1939 ερμήνευσε τον ρόλο της Σαντούζα από την Καβαλερία Ρουστικάνα του Μασκάνι. Ήταν η πρώτη της δημόσια εμφάνιση, στο θέατρο «Ολύμπια». Στο τέλος αυτού του σχολικού έτους της απενεμήθη χρηματικό βραβείο και το φθινόπωρο του 1939 γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών στην τάξη της Ελβίρας ντε Χιντάλγκο.

Η στάση αυτή τόσο της Ευαγγελίας όσο και της Μαρίας πλήγωσε πολύ την ανιδιοτελή Μαρία Τριβέλλα και πιο πολύ την στενοχώρησε ότι η Κάλλας δεν της έστειλε ποτέ ούτε μία κάρτα. Η αλήθεια είναι ότι η Μαρία Κάλλας ντρεπόταν την δασκάλα της και ένιωθε τύψεις για την συμπεριφορά της. Όταν γύρισε στην Αθήνα, μετά από 12 χρόνια απουσίας, το 1957, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να της τηλεφωνήσει. Αγκαλιές, δάκρυα και πολλή συγκίνηση στην συνάντησή τους. Η Μαρία Τριβέλλα δεν ανέφερε λέξη για το παρελθόν. Η Κάλλας της υποσχέθηκε ότι θα περάσει να την δει. Στις 3 Απριλίου 1940 η φωνή της Μαρίας Κάλλας ακούστηκε από τον ραδιοφωνικό «αέρα» του Σταθμού Αθηνών, στις 16 Ιουνίου έγιναν οι ετήσιες εξετάσεις της Μελοδραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών και στις 20 Ιουνίου υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο με τη Λυρική Σκηνή.

Στις 28 Οκτωβρίου ο ιταλικός φασισμός χτύπησε την Ελλάδα. Η Κυριακή 27 Απριλίου 1941 βρήκε την Αθήνα μια πόλη έρημη με κλειστές πόρτες και παράθυρα και σφιγμένες καρδιές. Η Λυρική Σκηνή δεν ανανέωσε το συμβόλαιο της Κάλλας τον Ιούνιο του 1941. Κάτι ακόμα χειρότερο ήταν ότι η μητέρα της έδειχνε συμπάθειες στους Ιταλούς, που μπαινόβγαιναν στο σπίτι, εκθέτοντας και την Κάλλας. Βεβαίως η Μαρία Κάλλας δεν ήταν αγωνίστρια, αυτό είναι σίγουρο, όπως σίγουρο είναι και ότι ποτέ δεν συνεργάστηκε με τον κατακτητή. Εκείνο που την ενδιέφερε κυρίως ήταν το τραγούδι. Στις 27 Αυγούστου του 1942 στο θερινό θέατρο της Πλατείας Κλαυθμώνος μια αποκάλυψη. Η Μαρία Κάλλας στην πρώτης της επαγγελματική εμφάνιση σε όπερα ερμηνεύει «Τόσκα» του Τζιάκομο Πουτσίνι. Την ίδια χρονιά συμμετείχε σε συναυλία της Λυρικής στην Θεσσαλονίκη. Στις 19 Φεβρουαρίου ερμηνεύει Πρωτομάστορα του Μανόλη Καλομοίρη, και εννέα μέρες αργότερα συμμετέχει σε μεγάλη συναυλία για τα συσσίτια της Νέας Σμύρνης στον κινηματογράφο Σπόρτινγκ. Στις 12 Δεκεμβρίου ερμηνεύει άριες του Μπετόβεν και του Ροσίνι σε συναυλία υπέρ των φυματικών.

Εν τω μεταξύ όλα αυτά τα χρόνια ωρίμαζε σιγά-σιγά στο μυαλό της Μαρίας η ιδέα να φύγει από την Ελλάδα. Οι κυριότεροι λόγοι ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στο επαγγελματικό περιβάλλον της Λυρικής Σκηνής, η Μαρία ποτέ δεν ήταν συμπαθής στους συναδέλφους της, οι κακές σχέσεις με την μητέρα της και η έλλειψη του πατέρα της. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1945 έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Στις 3 Αυγούστου του 1947 η Μαρία Κάλλας ερμηνεύει «Tουραντό» του Τζιάκομο Πουτσίνι στην Βερόνα, ενώ τη χρονιά αυτή θα συναντήσει και τον ιταλό βιομήχανο, Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, τον οποίο παντρεύτηκε στις 21 Απριλίου 1949. Ο Μενεγκίνι ορκίστηκε να την κάνει την μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου. Την υπέβαλε σε εξαντλητική δίαιτα και το «ασχημόπαπο» γίνεται «κύκνος»: η Μαρία θα φθάσει να ζυγίζει λιγότερο από 63 κιλά.

Το 1950 χωρίζουν οριστικά οι δρόμοι της Μαρίας και της μητέρας της και στις 7 Δεκεμβρίου 1951 είναι η ημερομηνία που παίρνει σάρκα και οστά για την Κάλλας το όνειρο όλων των ερμηνευτών του λυρικού θεάτρου του κόσμου: Ανοίγουν γι’ αυτήν οι πόρτες της Σκάλας του Μιλάνου όπου ερμηνεύει τον «Σικελικό Εσπερινό» του Τζουζέπε Βέρντι. Το 1954 μπαίνει στην ζωή της ο Λουκίνο Βισκόντι και μαζί του η αντιμετώπιση των ηρωίδων της θα γίνει απόλυτα θεατρική. Η παράσταση της «Τραβιάτα» του Βέρντι στη Σκάλα του Μιλάνου το 1955, σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι, έμεινε ιστορική. Στις 27 Οκτωβρίου 1956 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης.

Στις 5 Αυγούστου 1957 η Μαρία Κάλλας επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται κάτω από την σκιά της Ακρόπολης στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Στις αρχές του καλοκαιριού του 1957, η κοσμικογράφος των προσωπικοτήτων, Ελσα Μάξγουελ, οργάνωσε στην Βενετία ένα πάρτι και εκεί η Μαρία Κάλλας θα γνωριστεί με τον Έλληνα Κροίσο, Αριστοτέλη Ωνάση. Γεννιέται ένας μεγάλος έρωτας, ένας ανεμοστρόβιλος που θα διαρκέσει εννέα χρόνια. Ο Ωνάσης θα χωρίσει από την πρώτη του γυναίκα, Τίνα Λιβανού και η Κάλλας από τον Μενεγκίνι. Η Μαρία θα αγαπήσει τον Αριστοτέλη. Όσο για εκείνον, αγάπησε, τελικά, την Κάλλας με τον τρόπο του και πάντα όταν υπέφερε, στην Μαρία Κάλλας κατέφευγε. Αρχικά ο Ωνάσης συμπεριφερόταν σαν 18άρης ερωτευμένος, ωστόσο, ταυτόχρονα, η Κάλλας ήταν γι’ αυτόν μια πρόκληση, ένα στοίχημα που έβαλε με τον εαυτό του, καθώς ο δαιμόνιος Σμυρνιός ποτέ δεν έγινε αποδεκτός «ολοκληρωτικά» από το διεθνές «τζέτ σέτ» ως «δικός τους». Οι επιχειρήσεις δεν έφταναν να τον «καθιερώσουν».

 

Το 1957, όμως, στάθηκε σημαδιακή χρονιά για την Μαρία Κάλλας, καθώς τότε εμφανίστηκαν κάποια προβλήματα στην υψηλή φωνητική της περιοχή. Η Κάλλας όταν τραγουδούσε υπερέβαινε τον εαυτό της, αλλιώς δεν θα ήταν η Κάλλας. Τον Ιανουάριο του 1958 εγκατέλειψε στην Ρώμη την παράσταση της «Νόρμα».

1960 και 1961: Θρίαμβος στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, το θέατρο με την καλύτερη «ακουστική» παγκοσμίως, όπου ερμήνευσε «Νόρμα» το 1960 και «Μήδεια» το 1961.Το 1962 αποθεώθηκε στη Σκάλα του Μιλάνου, ως «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη. Νέος καλλιτεχνικός θρίαμβος το 1964 στην Όπερα του Παρισιού με την «Νόρμα». Τελευταία παράσταση στις 5 Ιουλίου 1965 στο Κόβεν Γκάρντεν του Λονδίνου όπου ανέβασε «Τόσκα» σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλλι. Το 1970 η Μαρία Κάλλας γύρισε σε ταινία την «Μήδεια» με σκηνοθέτη τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Το 1971 άρχισε να διδάσκει στην Μουσική Σχολή Τζούλιαν στο Λίνκολν Σέντερ στη Νέα Υόρκη όπου σταμάτησε το 1972. Το 1973 σκηνοθέτησε με τον Τζιουζέπε ντι Στέφανο τον «Σικελικό Εσπερινό» του Βέρντι.

Η τελευταία δημόσια εμφάνιση της Μαρίας Κάλλας πραγματοποιήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1973 στην Όπερα του Παρισιού όπου τραγούδησε άριες. Το κοινό την κάλεσε δέκα φορές στη σκηνή, και ενώ οι ανθοδέσμες σκέπαζαν το «σανίδι», η κραυγή «Βίβα Μαρία» συγκλόνιζε την αίθουσα.

Παρίσι, 16 Σεπτεμβρίου 1977, Παρασκευή: Την μέρα αυτή σίγησε για πάντα η λυρικότερη φωνή του 20ου αιώνα...η φωνή της Μαρίας Κάλλας. Τα περιουσιακά της στοιχεία και τα προσωπικά της αντικείμενα έγιναν αντικείμενο αισχρών συναλλαγών μεταξύ της μητέρας της - που δεν πήγε στην κηδεία – της αδελφής της και του Μενεγκίνι… Τα προσωπικά της χειρόγραφα τα κατέχει από το 1994 ο ιταλός γιατρός Ivano Signorini, ο οποίος, όπως σημειώνει ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης, σέβεται τα κειμήλια, πλην όμως η τύχη τους παραμένει άγνωστη. Ο συγγραφέας θεωρεί υπεύθυνη για όλα αυτά την, κατά τον ίδιο, «αυτοχρισμένη υπερασπίστρια της μνήμης της Κάλλας, Βάσω Δεβετζή». Η τεφροδόχος της Μαρίας Κάλλας εκλάπη το 1978 και βρέθηκε στο Pere Lachaise, και ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης επιμένει πως το σκόρπισμα της τέφρας της Κάλλας στο Αιγαίο στις 3 Ιουνίου 1979 δεν ήταν παρά μια σκηνοθετημένη τελετή από την Δεβετζή: «Κι όταν ο υπουργός Πολιτισμού, Δημήτρης Νιάνιας άδειαζε το κουτί με σεβασμό στο πέλαγος ένας εκδικητικός αέρας φυσούσε την τέφρα καταπρόσωπο – και μέσα στο στόμα ακόμα – μερικών «ιεροτελεστών» μιας παράστασης, στην οποία η Μαρία μάλλον δεν συμμετείχε…», σημειώνει ο συγγραφέας, μεγαλώνοντας την θλίψη για των ανθρώπων τα έργα…

Τελευταία φορά που η Κάλλας επισκέφθηκε την Ελλάδα, μακριά από την δημοσιότητα, ήταν στην Χαλκιδική το 1976. Σιγοτραγουδούσε την «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη και την «Νυχτερίδα» του τυφλού ρεμπέτη Δημήτρη Γκόγκου-Μπαγιαντέρα…

Ο Τύπος φαίνεται πως υπήρξε σχεδόν πάντα διχασμένος σε σχέση με την Μαρία Κάλλας: Πολλοί ήταν αυτοί που εκθείαζαν, στην κυριολεξία, τις ερμηνείες της και αρκετοί αυτοί που προβληματίζονταν σε σχέση με την ιδιομορφία της φωνής της. Μια κάποια τραχύτητα που, κατά γενική ομολογία, είχε η φωνή της πέρασε σε δεύτερο πλάνο και αυτό γιατί ουσιαστικά παραμερίστηκε από τις εξαιρετικές μελοδραματικές της ικανότητες, την μουσικότητα αλλά και τις τεχνικές δυνατότητές της, την εκπληκτική έκταση της φωνής της που κάλυπτε τρεις οκτάβες.

Ένα στοιχείο που εντυπωσιάζει, αν παρακολουθήσει κανείς την καλλιτεχνική πορεία της Κάλλας, είναι το γεγονός ότι μπορούσε να ερμηνεύει την ίδια χρονική περίοδο ρόλους εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους τόσο από δραματουργικής όσο και από τεχνικής άποψης. Αυτός, εξάλλου, ήταν ένας από τους λόγους που η Κάλλας εξάντλησε πολύ νωρίς τις δυνατότητες της φωνής της και απομονώθηκε καλλιτεχνικά τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ουσιαστικά η καρριέρα της έληξε τον Ιούλιο του 1965 με την παράσταση της Tosca στο Covent Garden. Η μετέπειτα καλλιτεχνική της δραστηριότητα περιορίστηκε σε μια σειρά Master Classes που έδωσε στη Juilliard School στη Νέα Υόρκη την περίοδο 1971 - 1972 και στην τελευταία της περιοδεία με το Giuseppe Di Stefano από το 1973 ως το 1974. Το 1975 έδωσε ένα τελευταίο ρεσιτάλ στο Παρίσι.

Η γεμάτη διακυμάνσεις προσωπική ζωή της και ο απαιτητικός της χαρακτήρας καλλιέργησαν το μύθο ενός ανθρώπου σκληρού με τους συνεργάτες του. Οι μαρτυρίες, όμως, όσων τη γνώρισαν από κοντά σκιαγραφούν μια προσωπικότητα ευάλωτη με πολλές ευαισθησίες. Μια πολύ σημαντική προσφορά της Κάλλας, από ιστορική άποψη, είναι οι αναβιώσεις σπουδαίων λυρικών έργων που για ένα μεγάλο διάστημα απουσίαζαν από το ρεπερτόριο των θεάτρων όπερας. Ανάμεσα σε αυτά τα έργα συγκαταλέγονται οι όπερες: Norma του Bellini, Alceste και Iphigenie en Tauride του Gluck, Armida και Il turco in Italiaτου Rossini, Medee του Cherubini, La Vestale του Spontini κ.α. Με τις εξαιρετικές της ερμηνείες σε όλους αυτούς τους ρόλους πέτυχε να εδραιώσει ξανά τη θέση αυτών των έργων στο παγκόσμιο οπερατικό ρεπερτόριο.

Οι απόψεις της Κάλλας για το Μελόδραμα ήταν βασικά συντηρητικές. Ένα θέμα για το οποίο και σήμερα θα εκφραζόταν αποδοκιμαστικά είναι οι απόψεις που επικρατούν στη σκηνοθεσία τα τελευταία σαράντα, περίπου, χρόνια. Όταν άρχιζε τη σταδιοδρομία της στην Ελλάδα και στα πρώτα της χρόνια στην Ιταλία, ο ρόλος του σκηνοθέτη δεν είχε ακόμα υπερσκελίσει εκείνον των ερμηνευτών. Αργότερα, το 1976, όταν πια τα πράγματα είχαν αντιστραφεί, θα έλεγε με πικρία: Τη σκηνοθεσία κάποτε δεν την έκαναν οι σκηνοθέτες, αλλά εμείς την κάναμε μεταξύ μας και με τον μαέστρο. Λέγαμε ο ένας στον άλλον, «καλά, εσύ μπαίνεις από εκεί» κ.λπ. Και το αποτέλεσμα ήταν θρίαμβοι και αριστουργήματα, γιατί οι λυρικοί καλλιτέχνες είναι αυτοί που κάνουν το θέαμα, όχι η σκηνοθεσία! Η σκηνοθεσία είναι σαν ένα καλό μοντάρισμα σ' ένα ωραίο κόσμημα, σ' ένα ρουμπίνι. Δεν είναι, όμως, το μοντάρισμα που μετράει, αλλά η πέτρα. Κι εμείς οι τραγουδιστές είμαστε τα πετράδια του θεάματος! Η Κάλλας υπήρξε πάντα άτεγκτη και στην άποψη ότι η μουσική προηγείται σε σημασία του κειμένου. Ο σεβασμός της προς τη Μουσική και το βάθος στο οποίο έφτανε όταν μελετούσε ένα σπαρτίτο την έκανε να ερμηνεύει και να αξιολογεί συγκριτικά ακόμα και τα φωνητικά «ποικίλματα» του κάθε συνθέτη.

Μαρία Κάλλας η Ντίβα, από το divine. Θεϊκή, ανυπέρβλητη, μυστηριώδης, μοιραία και ως επίλογος σε αυτήν την σύντομη αναφορά στην Μαρία Κάλλας θα είναι η αφήγηση του συνθέτη Κυριάκου Σφέτσα που το καλοκαίρι του 1964 στις Γιορτές Λόγου και Τέχνης στη Λευκάδα, εκλήθη να συνοδεύσει στο πιάνο την Μαρία Κάλλας καθώς εκείνη ξαφνικά εξέφρασε την επιθυμία να τραγουδήσει.